"Υπάρχουν και επιστήμονες που ακολούθησαν αντίστροφη πορεία από το σημερινό braindrain!"
Μία συζήτηση με τον Γενικό Χειρουργό κ. Εμμανουήλ Ζαχαράκη για το φαινόμενο της μαζικής φυγής των επιστημόνων που μαστίζει την ελληνική κοινωνία.
Μικρός ήθελε να γίνει γιατρός. Να σώζει, να θεραπεύει, να ανακουφίζει από πόνους. Το όνειρό του πήρε σάρκα και οστά ξεκινώντας από την Ιατρική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και συνεχίστηκε στο απαιτητικό σύστημα υγείας του Ηνωμένου Βασιλείου. Ο ίδιος το 2013, όντας πλέον Επίκουρος Καθηγητής του Πανεπιστημίου Imperial College του Λονδίνου αποφασίζει να επιστρέψει στη Θεσσαλονίκη της κρίσης, βοηθώντας με τις δεξιότητες και την εμπειρία του όσους έχουν ανάγκη. Πορεία αναμφισβήτητα αντίθετη από τη σημερινή πραγματικότητα της έκτακτης φυγής «εγκεφάλων» προς το εξωτερικό.
Στη νέα γενιά και στα «μυαλά» που μεταναστεύουν στέκεται από τις πρώτες του κουβέντες. Τα πρόσφατα στατιστικά δεδομένα αναφέρουν, άλλωστε, ότι ο αριθμός των πτυχιούχων που εγκαταλείπουν την Ελλάδα για το εξωτερικό αυξήθηκε κατακόρυφα την τελευταία εξαετία. «Αυτή η διαρροή επιστημόνων στο εξωτερικό, είναι ένα από τα πιο δυσάρεστα φαινόμενα που γέννησε η εποχή», θα αναφέρει συχνά πυκνά στη συνέντευξή μας, καταλήγοντας με νόημα: «Μήπως ήρθε η ώρα του επαναπατρισμού τέτοιων εγκεφάλων;». Κάπως έτσι η συζήτησή μας ξεκινά....
«Το να γίνω γιατρός, ήταν για μένα μια επιθυμία και προσδοκία τοσό παλιά όσο και οι πρώτες αναμνήσεις μου από τα σχολικά μου χρόνια. Δεν ξέρω πώς γεννήθηκε, αλλά ξέρω πως έχουμε την ίδια περίπου ηλικία. Η πορεία με βρήκε στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης. Το επίπεδο των προ-πτυχιακών Ιατρικών σπουδών στην Ελλάδα είναι πολύ υψηλό και εφάμιλλο πολλών μεγάλων Πανεπιστημίων του εξωτερικού. Αυτό στο οποίο κατά τη γνώμη μου υστερούμε στη χώρα μας είναι η μεταπτυχιακή εκπαίδευση και η διαδικασία εξειδίκευσης των πτυχιούχων Ιατρών», τονίζει.
Ο ίδιος, μέσα σε ένα περιβάλλον που άκμαζε, στη χρυσή εποχή της χώρας μας, αποφάσισε ότι έπρεπε να κάνει το βήμα παραπάνω, αναζητώντας περαιτέρω εξειδίκευση, στη Μεγάλη Βρετανία.
«Η επιλογή μου να φύγω στο εξωτερικό βασίστηκε μόνο στις επιστημονικές μου ανησυχίες παρόλο που διανύαμε μια περίοδο που δεν εξελειπαν οι ευκαιρίες απασχόλησης και καριέρας στη χώρα μας. Η πρόκληση να δοκιμαστείς, να ενταχθείς και ενδεχομένως να πετύχεις σε μια χώρα με προηγμένο σύστημα υγείας και σε Νοσοκομεία που μέχρι τότε αποτελούσαν σημεία αναφοράς στα νεανικά σου όνειρα, είναι μια εσωτερική δύναμη και ανάγκη που δύσκολα περιγράφεται και αναπαράγεται, εκτός και αν την έχεις ήδη βιώσει.
Η νοοτροπία στο Ηνωμένο Βασίλειο χαρακτηρίζεται από την καθολικά παγιωμένη αντίληψη και πεποίθηση ότι η επιτυχία και η όποια καταξίωση, έρχεται μόνο μέσα από τη σκληρή δουλειά, σε ένα περιβάλλον που προάγει την άμιλλα και τον ανταγωνισμό με αξιοκρατικά κριτήρια. Η κουλτούρα, μάλιστα, αυτή δεν αφορά μόνο αυτούς που βρίσκονται στη βάση της πυραμίδας, αλλά και αυτούς που απολαμβάνουν την κορυφή της, καθώς η συνεχής αξιολόγηση και επανα-επικύρωση θεωρούνται απαραίτητα συστατικά μιας ανοδικής επιστημονικής πορείας, χωρίς εφησυχασμούς, τόσο σε προσωπικό όσο και σε ομαδικό επίπεδο. Αυτός, όπως αντιλαμβάνεστε, είναι και ο κύριος λόγος που δίνονται ευκαιρίες σε ανθρώπους ασχέτου κοινωνικής, οικογενειακής, φυλετικής ή άλλης προέλευσης να αφομοιωθούν και να διακριθούν στο εκεί κοινωνικό και εργασιακό περιβάλλον», προσθέτει.
Ποια είναι, όμως, η άποψή του για την τεράστια διαρροή επιστημόνων προς το εξωτερικό που παρατηρείται και κορυφώθηκε τα τελευταία χρόνια;
«Στις δύσκολες μέρες που διανύουμε, ίσως για πολλούς νέους επιστήμονες η επιλογή αυτή να είναι μονόδρομος που πηγάζει περισσότερο απο ανάγκη απασχόλησης και επιβίωσης και λιγότερο από επιστημονικές ανησυχίες ή φιλοδοξίες. Αυτό το καθιστά οδυνηρό σε προσωπικό επίπεδο για τον καθένα που θα αναγκαστεί να ακολουθήσει το συγκεκριμένο δύσκολο δρόμο και όταν μάλιστα η φυγή αυτή γίνεται μαζικά, όπως σήμερα, τότε είναι οδυνηρό και για ολόκληρη την κοινωνία. Προσωπικά πιστεύω οτι το φαινόμενο της μαζικής μετανάστευσης των νέων επιστημόνων αλλοιώνει ποιοτικά το έμψυχο δυναμικό της χώρας μας σε μια χρονική στιγμή που το έχουμε απόλυτη ανάγκη.
Παρόλα αυτά, η αισιόδοξη πλευρά αυτής της “αναγκαστικής φυγής” είναι ότι τα επόμενα χρόνια μια ολόκληρη γενιά Ελλήνων επιστημόνων θα γαλουχηθεί, θα δοκιμαστεί, θα εκπαιδευτεί και θα αποκτήσει εμπειρίες σε χώρες και χώρους που βρίσκονται στην πρώτη γραμμή των διεθνών επιστημονικών εξελίξεων. Κάποιοι μάλιστα από αυτούς τους Έλληνες θα κατακτήσουν αξιοκρατικά πρωταγωνιστικούς ρόλους στο διεθνές επιστημονικό στερέωμα. Αυτό κατά τη γνώμη μου είναι η μεγάλη πρόκληση μακροπρόθεσμα, να δημιουργηθούν δηλαδή οι συνθήκες όπου η γενιά αυτη θα επανέλθει στη χώρα μας και θα αξιοποιηθεί, δίνοντας νέες προοπτικές και ανταγωνιστικότητα στην ελληνική επιστημονική σκέψη και εισάγωντας ενδεχομένως νέα ήθη στην κοινωνία μας».
Τι πρέπει, όμως, να αλλάξει ώστε ο Έλληνας επιστήμονας να μένει και να μεγαλουργεί στη χώρα του;
«Το ζητούμενο κατά τη γνώμη μου δεν είναι απλώς η παραγωγή επιστημόνων και εγχώριου ταλέντου που θα μείνει ανεκμετάλλευτο, ανενεργό ή απογοητευμένο για τις ευκαιρίες που δεν υπήρξαν ποτέ. Θα ήταν πολύ χρήσιμο, αν εγκαταλείπαμε την εσωστρέφεια και η όποια ανταγωνιστικότητα ξεπερνούσε τα στενά όρια του γραφείου, του ορόφου, του κτιρίου ή της πόλης που δραστηριοποιούμαστε. Πέρα από τα στενά όρια των συνόρων μας διαδραματίζεται ένας συνεχής καθημερινός «παγκόσμιος πόλεμος» ιδεών, έρευνας, καινοτομίας και χρηματοδότησης, τον οποίο αν θέλουμε να κερδίσουμε, θα πρέπει να επιλέξουμε το καλύτερο δυναμικό που διαθέτουμε με αξιοκρατικά κριτήρια και μακριά από συναισθηματισμούς, για να γίνουμε ανταγωνιστικοί ως σύνολο κι όχι μόνο ως μονάδες. Με μία στροφή στη νοοτροπία και στον σχεδιασμό, πιστεύω ότι ο Έλληνας επιστήμονας όχι μόνο θα μείνει και θα μεγαλουργήσει στη χώρα του, αλλά πέρα από τουριστικός προορισμός, η χώρα μας θα μπορούσε να γίνει κάποια στιγμή και επιστημονικός προορισμός για νέους επιστήμονες άλλων χωρών, που θα θελήσουν να μας επισκεφτούν, σε μία αντίστροφη από τη σημερινή brain drain πορεία».
Ο ίδιος μετράει ήδη τέσσερα χρόνια επιστροφής στην ελληνική πραγματικότητα, συνεχίζοντας, ωστόσο, να ασκεί το λειτούργημά του τόσο εντός, όσο και εκτός συνόρων. Υπήρχε ρίσκο στην επιλογή του επαναπατρισμού;
«Δεν υπάρχει λογική επεξεργασία και επομένως ρίσκο όταν θέλεις να επιστρέψεις στον τόπο και τους ανθρώπους σου. Εσωτερική και περισσότερο συναισθηματική ήταν η ανάγκη που ώθησε εμένα και πολλούς σαν εμένα να ακολουθήσουν τον δρόμο του άγνωστου και της ξενιτιάς σε περιόδους οικονομικής ευμάρειας. Μία παρόμοια εσωτερική παρόρμηση πέρα από λογική επεξεργασία ήταν και αυτή που εμένα προσωπικά με έφερε πίσω. Η επιστροφή στην Ελλάδα δεν αποτελει ρίσκο για όλους εμάς που επενδύσαμε τα χρόνια μας στο εξωτερικό, είναι διακαής πόθος και τελικός προορισμός παρά τις όποιες δυσκολίες!», καταλήγει.
Info: Ο κ. Εμμανουήλ Ζαχαράκης ειναι μέλος του Βασιλικού Κολλεγίου Χειρουργών της Αγγλίας, διετέλεσε Διευθυντής Χειρουργικής (Consultant Surgeon) στα Νοσοκομεία St Mary’s & Hammersmith Hospitals του Λονδίνου, καθώς και Επίκουρος Καθηγητής (Senior Lecturer) της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Imperial College London.
*Ευχαριστούμε το City Hotel για την εξαιρετική φιλοξενία.
Φωτογραφίες: Έλια Πατάγου
Πηγή: thestival.gr